- μαργώνω
- μάργωσα, μαργωμένος, μουδιάζω από το κρύο, παγώνω: Βρήκαν στο βουνό ένα μαργωμένο ορειβάτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαργώνω — μαργώνω, μάργωσα, μαργωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαργώνω — (I) (Μ μαργώνω) 1. μουδιάζω, κοκαλιάζω από το ψύχος, ξεπαγιάζω («εμάργωνεν εις την φωτιά, κι ήβραζε στον αέρα», Ερωτόκρ.) 2. μειώνω, ελαττώνω («τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μαργῶ «μαίνομαι, υβρίζω,… … Dictionary of Greek
μάργωμα — (I) το, και μαργωμάδα, η [μαργώνω (I)] μούδιασμα, νάρκη που προκαλείται από το ψύχος, ξεπάγιασμα. (II) το [μαργώνω (II)] φθινοπωρινή γεωργική εργασία με την οποία εμπλουτίζεται το χώμα με την προσθήκη και ανάμιξη μάργας … Dictionary of Greek
αμάργωτος — η, ο [μαργώνω] 1. αυτός που δεν έχει υποστεί ψύξη 2. (για πόδι ή χέρι) αυτός που δεν μούδιασε … Dictionary of Greek
μαργωσάρης — άρα, άρικο αυτός που είναι ευπαθής, ευαίσθητος στο κρύο, κρυουλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργώνω (θ. μαργωσ ) + κατάλ. άρης] … Dictionary of Greek
μαργωτίδες — οι κρυοπαγήματα, ξεπαγιάσματα, χιονίστρες, διογκώσεις τών άκρων λόγω ψύξεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργώνω + επίθημα ίς / ίδος μέσω ενός αμάρτυρου* μαργωτός] … Dictionary of Greek
ξεμαργώνω — 1. (ιδίως για ζώα) συνέρχομαι από τη χειμερία νάρκη 2. απαλλάσσομαι από τη νάρκωση που επιφέρει το ψύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μαργώνω (Ι) «ξεπαγιάζω»] … Dictionary of Greek
ναρκώνω — νάρκωσα, ναρκώθηκα, ναρκωμένος 1. μτβ., προκαλώ νάρκη, αναισθησία, μουδιάζω, μαργώνω: Τοννάρκωσαν πριν από την εγχείρηση. 2. προκαλώ τάση για ύπνο, λήθαργο, βύθισμα: Με νάρκωσε τούτη η ζέστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)